Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



χιλιάδες, αἱ


Ερμηνεία:

[η χιλιάς, της χιλιάδος αι χιλιάδες (ένα σύνολο που περιέχει χίλια μέρη ή μονάδες]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.), Καινή Διαθήκη. 23 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: